- βιομάζα
- Το βάρος ή η μάζα των ατόμων ενός είδους οργανισμών που βρίσκονται σε έναν βιότοπο ανά μονάδα επιφάνειας ή όγκου. Ο καθορισμός της μονάδας μέτρησης που θα χρησιμοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος των οργανισμών και από την έκταση της περιοχής μελέτης (δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί η μάζα εντόμων ανά τετραγωνικό ή κυβικό χλμ. ούτε ελεφάντων ανά τετραγωνικό ή κυβικό μ.). μέθοδος β. Μέθοδος με την οποία μετράται η καθαρή πρωτογενής παραγωγικότητα ενός οικοσυστήματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικοσυστήματα ξηράς και είναι πιο εύκολη όταν αφορά ετήσια φυτά τα οποία ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους μέσα σε έναν μόνο χρόνο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε δάση, σε αυτά όμως υπάρχει η δυσκολία ότι τα δέντρα που τα αποτελούν έχουν διαφορετική ηλικία, άρα και διαφορετικούς ρυθμούς παραγωγής οργανικής ύλης. Επιπλέον, στα δάση πρέπει να συνυπολογίζονται η παραγωγή ύλης που γίνεται κάτω από το έδαφος, δηλαδή στις ρίζες, οι απώλειες από την πτώση των φύλλων και η κατανάλωση από τη βοσκή των φυτοφάγων ζώων. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου σε δάση, αρχικά υπολογίζεται ο αριθμός των δέντρων σε συγκεκριμένη μονάδα επιφάνειας, στη συνέχεια υπολογίζεται η παραγωγικότητα κάθε μέρους των φυτών (κορμού, κλάδων, φύλλων) στο ύψος του στήθους, δηλαδή σε ύψος 1,5 μ. πάνω από την επιφάνεια του εδάφους σε αυτή τη μονάδα επιφάνειας και, τέλος, με μια σειρά πολύπλοκων υπολογισμών, εκτιμάται η συνολική παραγωγικότητα στο σύνολο της δασικής έκτασης. Είναι επίσης δυνατόν να υπολογιστεί το ενεργειακό ισοδύναμο του ξηρού βάρους που υπολογίστηκε με αυτό τον τρόπο, με τη βοήθεια θερμιδόμετρου. Για να γίνει αυτό σε έναν θάλαμο που περιβάλλεται από υδατόλουτρο με γνωστή ποσότητα νερού, διοχετεύεται οξυγόνο υπό πίεση και καίγεται πλήρως ένα δείγμα, οπότε η ενέργεια που απελευθερώθηκε μπορεί να υπολογιστεί από τη μεταβολή της θερμοκρασίας του ύδατος του υδατόλουτρου.
Dictionary of Greek. 2013.